-
1 συμφράσσω
2 abs., of troops, close their ranks, form in close order, Id.4.64.7, 10.14.12, Plu.Ages. 18:—[voice] Med., D.C.62.12.3 [voice] Med., conspire, Agath.4.28.2 block up, close,τὰ παράδρομα X.Cyn.6.9
;τοὺς πόρους Thphr.Fr.10.6
:—[voice] Pass., of passages in the body, Hp.Aër.9, Mul.1.40; ἔλυσε τὰ συμπεφραγμένα the obstructed pores, Pl.Phdr. 251e, cf. Thphr.CP6.11.7.III [voice] Act. intr. in signf. 11,ἡ ἀναπνοὴ συμφράττει Arist.Pr. 964a31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφράσσω
См. также в других словарях:
συμφράσσω — ΜΑ μέσ. συμφράσσομαι συνωμοτώ («συμφραξάμενοι ἅπαντες καθαιροῡσί γε αὐτὸν τῆς ἀρχῆς καὶ εἰς τὸ τῆς Λήθης ἐμβάλλουσι φρούριον», Αγαθ.) αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με στράτευμα) συμπυκνώνω, πυκνώνω τη διάταξη 2. φράζω ολόγυρα, περικλείω («λιθοειδεῑ… … Dictionary of Greek